κομπλιμεντόζος

κομπλιμεντόζος
α, ο любезный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κομπλιμεντόζος" в других словарях:

  • κομπλιμεντόζος — α, ικο αυτός που κάνει κομπλιμέντα, φιλοφρονήσεις, φιλοφρονητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. complimentoso (< complimento)] …   Dictionary of Greek

  • κομπλιμεντόζος — α, ο αυτός που κάνει κομπλιμέντα, κόλακας, περιποιητικός, φιλοφρονητικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κομπλιμενταδόρος — όρισσα, όρικο κομπλιμεντόζος …   Dictionary of Greek

  • κομπλιμεντόζικος — η, ο [κομπλιμεντόζος] αυτός που γίνεται για κομπλιμέντο, φιλοφρονητικός …   Dictionary of Greek

  • φιλοφρονητικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που γίνεται από φιλοφρόνηση, κομπλιμεντόζος: Φιλοφρονητικά λόγια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλόφρονας — ο ευγενικός, περιποιητικός, υποχρεωτικός, κομπλιμεντόζος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»